- ἑξάκυκλος
- ἑξάκυκλοςsix-wheeledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάκυκλος — ἑξάκυκλος, ον (AM) μσν. φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.) αρχ. (για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος] … Dictionary of Greek
ἑξακύκλου — ἑξάκυκλος six wheeled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξάκυκλοι — ἑξάκυκλος six wheeled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek